Εύξεινος Πόντος

      Εις μνήμην τού εν Κωνσταντινουπόλει Αρχιγουναρά
      κυρ Μανωλάκη Καστοριανού, Μεγάλου Ευεργέτη τού Γένους
      και τής Αγίας τού Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας ,
      Προστάτη τού Οικουμενικού Θρόνου και των εν Ιεροσολύμοις
      Προσκυνημάτων και εις μνήμην προπατόρων. **


Φιλόξενη Θάλασσα - Μαύρη σε βάφτισαν φουρτούνες -
βορειοανατολική νοσταλγία,
άφθορο, αγαλήνευτο σκήνωμα,
με τους Εσπερινούς αναθρώσκεις.
Κάθε χάραμα σε γνώριμες άγνωστες ρότες ξανοίγομαι
«πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ’ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους»*,
με τής καρδιάς τα φτερουγίσματα.

Οι πελαργοί προπορεύονται
σε ανεμόδρoμους με φως χαραγμένους.
Ακολουθεί μια θέληση περιφρονούσα τη μνήμη,
λησμονώντας τα βάσανα τών παλιών ναυαγίων,
σαν νά’ ναι τούτο το παρθενικό ταξίδι,
και πάνω στο άρμα της ηνίοχος ποιητής
προσκυνητής στους όρμους Μιλησίων και Κομνηνών.

           * «πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ’ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους».
           Αναγράφεται σε γέφυρα τής Φρανκφούρτης «πλέοντας σε
          βαθυγάλανο πέλαγος προς αλλόγλωσσους aνθρώπους», Ραψωδία Α’,
          Ομήρου Οδύσσεια,στ.183

Ιστρόπολις,Τόμοι, Κερβάτις που ο Αμύντας ο Α’
βάφτισε Καλλάτιδα , ήγουν καλήν ακτή.
Έρμη καλή ακτή που κύλισε στη θάλασσα.
«Λιμάνι κολασμένο» τη μνημονεύει ο Τσελεμπή.

Τίριζα, Βιζώνη κάστρο Πορφυρογένητων.
Διονυσόπολις ,
όπου Έλληνες και Σκύθες και μιγάδες
διακονούσαν άγαλμα Διόνυσου
που ξέβρασεν ο ρόχθος στην αμμούδα
κι έγιναν οι παλιοί Κρουνοί Διονυσόπολις.

Οδησσός
καύχημα τού Κοινού τής Πενταπόλεως.
Πρόβατον τών Θρακών το αγλάισμα.
Ηράκλεια η Ποντική, Νίψα, Σαρδική, Βιζύη,
Θυνιάς, Ολβία, Απολλωνία, Φάσις, Φιλόπολις,
Σαλμυδησσός, Βεσσαπάρα, Διοσκουριάς.
Ωδικά ονόματα, άσβεστες φλόγες.

Χερσόνησος η Σεβαστόπολις ,
Σινώπη, κόρη τού Ασωπού,
φωλιά να ξαποστάσει Αυτόλυκος
απ’ τής Αργοναυτικής τις έγνοιες.
Αμισός.
Ιδού πορεύομαι εις Αμισόν, σ’ Αμσόν, Σαμψούντα.

Τραπεζούντα η Μεγίστη ,
τών Μεγάλων Κομνηνών λαμπρή καθέδρα.
Έσχατο καταφύγιο.
Φροντιστήριον η Μεγάλη τού Πόντου Σχολή.

Κερασούντα
κάστρο τού Φαρνάκη κερασμένο στην αθανασία.

Κοτύωρα
τών περήφανων που αρνήθηκαν, σαράντα μέρες,
να φιλέψουν τούς Μυρίους τού Ξενοφώντα.
Ώσπου ο στρατηγός διέταξε αρπαγή τροφίμων.
Γενιά μου κακορίζικη.

Κι ο ποιητής με κάθε νέο ταξίδι,
κάθε προσκύνημα, και πιο σιμά
στη θύρα του κρυφού κελιού -
πάλι με χρόνια με καιρούς.

Και να τού Κωνσταντίνου η Πόλις,
τού Κάλλους η αναγέννηση,
φώς ιλαρόν ακοίμητης καντήλας,
στων ασκητών τούς προμαχώνες.

Ρωμιοί ποιητές προσκυνητές
στα κάστρα Μιλησίων και Κομνηνών
παλεύουν να κρατήσουν άσβεστη τη φλόγα της,
στις θύελλες τών καιρών, με τις παλάμες τους
πλεγμένες σαν φαναράκια τής Λαμπρής.

Μάνα στεφάνι θέλω να σου πλέξω,
με κρίνα της Σινώπης,
χρυσά κοχύλια τής Οινόης,
τής Τραπεζούντας άλικα κοράλλια,
θυμίαμα της Αγιασοφιάς,
και, στην κορφή,
τής Προσφυγιάς τον πόνο για κορώνα.


** Ο Ν.Δόικος έλκει την καταγωγή
του από οικογένεια Κωνσταντινοπολιτών
γουναράδων του 16ου αιώνα (1540)



Άσκηση 7η – Ονειρώδης πολέμαρχος
1  Εμείς οι αδέσποτοι
Του 21ου αιώνα  1
Φυσαλίδα
Πέντε Δεκέμβρη 
Οσονούπω
Ίδε ο Άνθρωπος
Οι Αδέσποτοι
Όνειρο IV
Όνειρο ΙΙ
Θαρρώ, και να με συμπαθάτε
Εταιρισμός 
Παρακοιμώμενος
Το δώρο                  
Εις μνήμην απόντων ποιητών
Ονειροκάθαρση
Βίτσι Ι
Συμβασιλεύουσα Πόλις
Ποίηση ΙΙΙ 
Των «πρωτοπόρων» 
Θεά του Γράμμου
Κατανοήστε πρώτα 5
Ελεύθερη Πτώση
Αλατόμητον Όρος 
Η μαγεία τού 9 
Κατανοήστε πρώτα 6
Έλα στ’όνειρό μου 
Κατανοήστε πρώτα 7
Για ένα «πρέπει»
Τρισδιάστατη διήγηση (χωρίς τελεία)
Αφι-ερωμένη ερωμένη
Έγινα
Χωρίς προοπτική
Αιτιοκρατία 
Όνειρο ΙΙΙ
Χρόνος σφετεριστής
Ελευθερία – το τίμημα
Βιτσι ΙΙ
Άσκηση 9η- η νέα αποδημία
Tα παιδιά τού Ρήγα
Χαϊκού 17Β
Οι δρόμοι
Άρχοντας τών ρολογιών
Η μαύρη τρύπα
Στον λεμονόκηπο τών αστεριών