Το φθινοπωρινό φεγγάρι έχει γεύση κυδωνιού,
ευωδιάζει παλιούς χειμώνες, ιδρωμένους καναπέδες.
Μα εγώ επιμένω να χλευάζω την χειμερία νάρκη.
Προσδένομαι στο καλοκαίρι τής Κασσάνδρας -
- στο κατάρτι, χωρίς κερί στ΄αυτιά -
ελεύθερος, μέσα στο λεμονόκηπο τών αστεριών .
Μα εγώ επιμένω να χλευάζω την χειμερία νάρκη.
Προσδένομαι στο καλοκαίρι τής Κασσάνδρας -
- στο κατάρτι, χωρίς κερί στ΄αυτιά -
ελεύθερος, μέσα στο λεμονόκηπο τών αστεριών .
Αστερίες κυβερνούν τις ενάλιες κοινότητες .
Ακυβέρνητες επιφάνειες αφρόψαρων .
Τίποτα δεν προοιωνίζεται την έλευση τού χειμώνα .
Σαν ψηφιακός ιός καρφώθηκε το καλοκαίρι
στην οθόνη τών εποχών και στέριωσε .
Αρνείται να μετακινηθεί , να ολοκληρωθεί ως γεγονός .
Αδέσποτ΄ αγάλματα ιριδίζουν κάτω απ΄τον ήλιο .
Δεκαπεντασύλλαβοι αρμενίζουν κάτω απ΄τον ήλιο .
Κανείς δεν αναπολεί το σπαρακτικό ερώτημα τής γοργόνας .
Ακυβέρνητες επιφάνειες αφρόψαρων .
Τίποτα δεν προοιωνίζεται την έλευση τού χειμώνα .
Σαν ψηφιακός ιός καρφώθηκε το καλοκαίρι
στην οθόνη τών εποχών και στέριωσε .
Αρνείται να μετακινηθεί , να ολοκληρωθεί ως γεγονός .
Αδέσποτ΄ αγάλματα ιριδίζουν κάτω απ΄τον ήλιο .
Δεκαπεντασύλλαβοι αρμενίζουν κάτω απ΄τον ήλιο .
Κανείς δεν αναπολεί το σπαρακτικό ερώτημα τής γοργόνας .
Νικόλαος .
Νίκανδρος .
Νικηφόρος ο Λεπρός .
Εύηχα ονόματα χειμερινών Αγίων
προκαλούν την αλαζονεία τού θέρους .
Ηχούν ταξιδεύοντας με τα μελτέμια
στις λοφοσειρές τών πευκώνων , με τις χορωδίες
τών τζιτζικιών – το ισοκράτημα τής μεσημβρίας –
με μουσικήν υπόκρουση να κατεβαίνει το ψωμί ,
υμνητική δραματουργία για τον ιδρώτα τού αγρότη ,
ευχαριστήρια για τα πολυχρόνια καλοκαίρια ,
ορμητήρια για τα καταχθόνια λημέρια ,
εμβατήρια για τ’ αμαζόνεια σεφέρια ,
γυμναστήρια για τα μαραθώνια νυχτέρια .
Νίκανδρος .
Νικηφόρος ο Λεπρός .
Εύηχα ονόματα χειμερινών Αγίων
προκαλούν την αλαζονεία τού θέρους .
Ηχούν ταξιδεύοντας με τα μελτέμια
στις λοφοσειρές τών πευκώνων , με τις χορωδίες
τών τζιτζικιών – το ισοκράτημα τής μεσημβρίας –
με μουσικήν υπόκρουση να κατεβαίνει το ψωμί ,
υμνητική δραματουργία για τον ιδρώτα τού αγρότη ,
ευχαριστήρια για τα πολυχρόνια καλοκαίρια ,
ορμητήρια για τα καταχθόνια λημέρια ,
εμβατήρια για τ’ αμαζόνεια σεφέρια ,
γυμναστήρια για τα μαραθώνια νυχτέρια .
Το φθινοπωρινό φεγγάρι έχει γεύση κυδωνιού .
Προαναγγέλλει την πρόθεση ενός φιλόδοξου χειμώνα
να συντρίψει την αλαζονεία τού θέρους .
Μα εγώ απτόητος συνεχίζω να ξεγελώ τον χρόνο ,
ελεύθερος, μέσα στον λεμονόκηπο τών αστεριών.
Προαναγγέλλει την πρόθεση ενός φιλόδοξου χειμώνα
να συντρίψει την αλαζονεία τού θέρους .
Μα εγώ απτόητος συνεχίζω να ξεγελώ τον χρόνο ,
ελεύθερος, μέσα στον λεμονόκηπο τών αστεριών.
Ερυθρόδερμοι Μακεδόνες τής Κασσάνδρας
επιβλέπουν τις ολοήμερες παραθαλάσσιες πασαρέλες .
Ερωτιδείς αεροπόροι ιστιοσανίδων ζωγραφίζουν το γαλάζιο .
Αιωρούνται στις καρδιές τών κοριτσιών οι ορμές τών αγγέλων ,
μαζί με δεκάδες κάρτες γραφείων ευρέσεως εργασίας ,
μαζί με φωτογραφίες τής ξενιτεμένης γενιάς τους -
- παράπλευρη απώλεια τού πολέμου τών Αποθεματικών .
επιβλέπουν τις ολοήμερες παραθαλάσσιες πασαρέλες .
Ερωτιδείς αεροπόροι ιστιοσανίδων ζωγραφίζουν το γαλάζιο .
Αιωρούνται στις καρδιές τών κοριτσιών οι ορμές τών αγγέλων ,
μαζί με δεκάδες κάρτες γραφείων ευρέσεως εργασίας ,
μαζί με φωτογραφίες τής ξενιτεμένης γενιάς τους -
- παράπλευρη απώλεια τού πολέμου τών Αποθεματικών .
Βασάλτης .
Ροδοκάντινο .
Γυραλωνίτης .
Όνυχας .
Ιερά πετρώματα .
Χρυσόμαλλοι Μακεδόνες επιτηρούν τις ταπεινές λοφοσειρές,
τα ιερά πετρώματα, με το ρετσίνι δάκρυ να ευωδιάζει,
και τις μέλισσες να ζυγίζουν το μέλι
και τα κορίτσια να ζυγίζουν το γάλα, ψηλά στα βλάχικα ,
όταν οι ώρες φορτώνονται την δίψα τών ταξιδευτών
κι οι μέρες φορτίζουν τις αντιθέσεις τών αρδευτών .
Ροδοκάντινο .
Γυραλωνίτης .
Όνυχας .
Ιερά πετρώματα .
Χρυσόμαλλοι Μακεδόνες επιτηρούν τις ταπεινές λοφοσειρές,
τα ιερά πετρώματα, με το ρετσίνι δάκρυ να ευωδιάζει,
και τις μέλισσες να ζυγίζουν το μέλι
και τα κορίτσια να ζυγίζουν το γάλα, ψηλά στα βλάχικα ,
όταν οι ώρες φορτώνονται την δίψα τών ταξιδευτών
κι οι μέρες φορτίζουν τις αντιθέσεις τών αρδευτών .
Η κρυφή πηγή .
Η ανάσα τού πεύκου .
Η Μάνα γη μου,
όπου γεράκια αραδίζουν με την φωτιά και τα ομόλογα,
μα η γη μου πάντα κατισχύει
με το διαμάντι τού φωτός και την τιμή τού γαλάζιου ,
με το άτι και την αίγα,
με την αναμμένη πέτρα στ΄αγκωνάρια τού μάστορα πελεκάνου ,
με τις καντήλες στα ερημοκλήσια τής κορυφογραμμής ,
με τ΄ακροκέραμα στους ουρανούς τών νοικοκυρόσπιτων ,
με το νάμα τής κρυφής πηγής και την ανάσα τού πεύκου .
Η ανάσα τού πεύκου .
Η Μάνα γη μου,
όπου γεράκια αραδίζουν με την φωτιά και τα ομόλογα,
μα η γη μου πάντα κατισχύει
με το διαμάντι τού φωτός και την τιμή τού γαλάζιου ,
με το άτι και την αίγα,
με την αναμμένη πέτρα στ΄αγκωνάρια τού μάστορα πελεκάνου ,
με τις καντήλες στα ερημοκλήσια τής κορυφογραμμής ,
με τ΄ακροκέραμα στους ουρανούς τών νοικοκυρόσπιτων ,
με το νάμα τής κρυφής πηγής και την ανάσα τού πεύκου .
Αντέχω, αντέχεις, ανατρέπουμε .
Αδέσποτα όνειρα κυβερνούν τις αμμούδες τής Γης μου .
Γλυκαίνουν τις βουκαμβίλιες και τις ορτανσίες ,
ξελογιάζουν τις σκιές τών κυπαρισσιών στα πεζούλια
και χαμηλώνουν το φεγγάρι
σαν χαρταετό σφιχτοδεμένο στα καραβόλια τής μεσάντρας.
Αδέσποτα όνειρα κυβερνούν τις αμμούδες τής Γης μου .
Γλυκαίνουν τις βουκαμβίλιες και τις ορτανσίες ,
ξελογιάζουν τις σκιές τών κυπαρισσιών στα πεζούλια
και χαμηλώνουν το φεγγάρι
σαν χαρταετό σφιχτοδεμένο στα καραβόλια τής μεσάντρας.
Και με κάθε καινούργιο χάραμα νάτο ανάβει το χρυσάφι
στις κορυφές τής Πίνδου και τής Μάνης ,
ξεχύνεται λάβα χρυσή λουσμένη στο φως το αληθινό ,
ευωχία τών ποιμένων και τών άλαλων ποιητών .
Καί πέφτουν τα ψεύτικα κάστρα τών αργυραμοιβών .
Καί ανασταίνονται τα χρυσά φύλλα τού φθινοπώρου .
Καί στο Πλίθινο Τείχος*, το παραστολισμένο, μαζεύουν
τις χρυσές χειροπέδες και τα σιδερένια κολάρα
και τις σπασμένες αλυσίδες τού δεσμώτη
που είδε το φως το αληθινό και δραπέτευσε
κι έσφιξε την τύχη του μέσα στην γροθιά του
και μέσα στο μυαλό του το κοφτερό σαν βελόνη τού πεύκου ,
σαν τους σχιστόλιθους στις όχθες τών παλιών παγετώνων.
στις κορυφές τής Πίνδου και τής Μάνης ,
ξεχύνεται λάβα χρυσή λουσμένη στο φως το αληθινό ,
ευωχία τών ποιμένων και τών άλαλων ποιητών .
Καί πέφτουν τα ψεύτικα κάστρα τών αργυραμοιβών .
Καί ανασταίνονται τα χρυσά φύλλα τού φθινοπώρου .
Καί στο Πλίθινο Τείχος*, το παραστολισμένο, μαζεύουν
τις χρυσές χειροπέδες και τα σιδερένια κολάρα
και τις σπασμένες αλυσίδες τού δεσμώτη
που είδε το φως το αληθινό και δραπέτευσε
κι έσφιξε την τύχη του μέσα στην γροθιά του
και μέσα στο μυαλό του το κοφτερό σαν βελόνη τού πεύκου ,
σαν τους σχιστόλιθους στις όχθες τών παλιών παγετώνων.
Ο Λόγος. Το Κάλλος. Η Γη μου.
Εδώ, δραπέτες- πρόσφυγες τού Πλιθινότειχους. Εδώ.
Με τα φτερά τής ανάστασης.
Με μια λαμπάδα για το χώμα το γενναιόδωρο .
Δεν μας αφήσαν τίποτ΄άλλο παρά μονάχα ένα μεγάλο πιθάρι.
Αρκεί για να φυλάξουμε τα μοιρολόγια και τις ωδές σας
μαζί με το Λόγο και το Κάλλος τής Γης μου.
Να΄χουν να πορεύονται οι γενεές εις τους αιώνας τών αιώνων .
Εδώ, δραπέτες- πρόσφυγες τού Πλιθινότειχους. Εδώ.
Με τα φτερά τής ανάστασης.
Με μια λαμπάδα για το χώμα το γενναιόδωρο .
Δεν μας αφήσαν τίποτ΄άλλο παρά μονάχα ένα μεγάλο πιθάρι.
Αρκεί για να φυλάξουμε τα μοιρολόγια και τις ωδές σας
μαζί με το Λόγο και το Κάλλος τής Γης μου.
Να΄χουν να πορεύονται οι γενεές εις τους αιώνας τών αιώνων .