Α λευκά, μαύρα,
γκρίζα,
μαύρα κοράκια νοιώθεις εσύ να ραμφίζουν τα σπλάχνα σου,
γκρίζα η πρωινή ομίχλη μετά τη βραδινή συναυλία,
το αριστούργημα που φόρτωσε τις ηχομονώσεις στο μέγαρο,
λίγα λουλούδια στα πέτα κλεμμένα ‘πο τα νεκροταφεία να
σημαδεύουν τις επώνυμες μοναξιές στα θεωρεία τής ανίας,
λευκά σαν το μαλλί τής γριάς στα σεμνά πανηγύρια,
μαύρα κύματα τού παρότι γαλάζιου Αργοναυτικού πελάγους,
γκρίζα τα μαλλιά τής ωριμότητας κι οι σωληνώσεις που
κοσμούν τις συνιδιοκτησίες τής ανασυγκροτήσεως,
ένα όνειρο που λίγο πριν ξυπνήσεις έγιν’ εφιάλτης,
ανέκδοτο μιας παρέας που αφανίστηκε στην πρώτη μάχη,
λευκά ευγενικά edelweiss στο καπέλο τού τοκιστή,
μαύρα σκαθάρια αντλούν τον πλούτο τής γης σου,
γκρίζα τα συγκοινωνούντα δοχεία τών συνθηκολογήσεων,
συμφωνίες ξεχασμένες κάτω από αντηλιακές στρώσεις,
σε θαλαμηγούς που θυμίζουν αεροπλανοφόρα τσέπης,
κακώς προτίμησες τον υπόγειο για τις μετακινήσεις σου,
λευκά τα σεντόνια τών ατέλειωτων αποκαθηλώσεων,
μαύρα αείποτε τα καρφιά τών αδιάκοπων σταυρώσεων,
γκρίζα η προοπτική ανάστασης τών κολασμένων,
εν τούτοις επιμένεις, απαρεγκλίτως, σαν σε τροχιά
χαραγμένη από ζωοδότρες συμπαντικές εκρήξεις,
σ’ ένα κατάμαυρο διάστημα χωρίς ειρμό, χωρίς βαρύτητα,
λευκά προβατάκια καλύπτουν τη χειμερία νάρκη τής αρκούδας,
μαύρα κοράκια στους ώμους ραμφίζουν το στόχο με λέιζερ,
γκρίζα πέταλα καρφωμένα στα πανώπρεκα για καλή τύχη,
θα μπορούσαν να είναι και κίτρινα αστέρια μελλοθανάτων
ή κόκκινοι σταυροί ή πράσινα μισοφέγγαρα, αναλόγως,
μα συ προτιμάς να πεταλώνεις τον αεροπόρο Πήγασο,
λευκά, μαύρα, γκρίζα θα κυλούσαν όλα τα χρόνια σου
αν δεν σε αποπλανούσε εκείνο το απρόσμενο κόκκινο,
Β αριστερά, δεξιά, στο μέσον,
δεξιά τραβούν οι βολεμένοι τής παρέας τού ελαιώνα,
στο μέσον ευνοείται συμβολικός μηδενισμός τών άκρων,
ηρεμούν οι φοβίες παρηγορούνται οι ανασφάλειες καθώς
έχει πάντα διπλές κάποτε και τριπλές αναγνώσεις το μέσον,
(ποιος άραγε αποφάσισε να βαφτίσει τη δειλία σωφροσύνη)
αριστερά η κενταυρομαχία στη μετόπη ενός αρχαίου ναού,
δεξιά η γιγαντομαχία στο μέτωπό σου ανάγλυφος ιδρώτας,
στο μέσον ασφυκτιούν τα πλήθη τών διαμαρτυρομένων,
πόσο τυχαία διάλεξαν αριστερά να κάτσουν οι Αβράκωτοι,
πόσο τυχαία κάνει τις επιλογές της η Ιστορία σαν το
σύννεφο π’ αδειάζει τη βροχή χωρίς να ξέρει την πηγή της,
αριστερά αριστερά θα χάσω την πεταλούδα μου, φώναξες,
δεξιά όμως θα στρίψει σε λίγο, αλλοίμονο, το λεωφορείο,
στο μέσον, θα έλεγα κέντρο μα δεν πρόκειται για κύκλο,
υπάρχουν άπειρες διέξοδοι και μια φιλόξενη αγκαλιά που
προτιμά τις αθόρυβες πεταλούδες καθώς κάθονται για λίγο,
φεύγουν κι επιστρέφουν με αβρότητα, επανέρχονται στα οικεία,
αριστερά τής άνοιξης σε συναπάντησαν οι αδέσποτοι,
δεξιά στην βελούδινη πλαγιά οι άνεμοι κλέψαν τις ανεμώνες,
στο μέσον μιας άγριας συμπλοκής με τυχαία κυπαρίσσια ,
παρότι νικημένοι αποχώρησαν με το κλεμμένο τρόπαιο να το
κολλήσουν στη σπηλιά τους, όπως κολλούν τα ένσημα στο
ΙΚΑ ,γνωρίζοντας πως αντί συντάξεως θα εισπράξουν ύβρη,
αριστερά απλώνει σκιερή αγκαλιά το πλατάνι τής αυλής ,
δεξιά το αγιόκλημα θυμιατίζει θεία αρώματα μεθυστικά ,
στο μέσον ακούς το κελάρυσμα μιας βυζαντινής κρήνης ,
σαρωτική εικόνα , αλήθεια , δυσκολεύει τις επιλογές ,
η ωραιότητα έχει άπειρες εκδοχές ως πολυχώρος τών
αναπάντεχων, μα η αλήθεια στους αιώνες μία και μόνο μία,
αριστερά, δεξιά, στο μέσον σε τραβούν τα γαλάζια φύκια
τ’ουρανού, μη νοιάζεσαι η πεταλούδα θα βρει το δρόμο της ,
Γ φως, σκοτάδι, λυκόφως,
σκοτάδι από παντού όταν παύουν να ονειρεύονται οι μέλισσες,
λυκόφως θα είναι η αισιόδοξη μνήμη τού μισοσκόταδου ,
τότε που σοβαρεύουν τα χρώματα τής ψηφιακής πολιτείας
κι ανάβουν, κατά σειράν, τα φώτα στους οίκους αξιολόγησης ,
στους οίκους ανοχής , αχαλίνωτες οι επενδυτικές ορμές ,
φως είναι τα μάτια της μάνας όπως σε λούζουν με στοργή ,
σκοτάδι δεν θα μπορέσει ποτέ μα ποτέ να τα καταβάλει ,
λυκόφως γίνονται για λίγο πριν κλείσουν για πάντα και
μετά πάλι φως κι όλο φως ακατάβλητο μέσ’ απ’ το μνήμα της,
δεν υπάρχει φωτεινότερο φως απ’ το φως τής μητέρας,
δεν υπάρχει φωτεινότερο φως απ’ το φως το αληθινό,
φως είδες κάποτε στο στόμιο μιας σπηλιάς και μπήκες,
σκοτάδι παντού, γύρω από μια πυρά στο κέντρο και σαν
λυκόφως στην παρειά όπου χορεύαν οι σκιές τών πραγμάτων ,
κι οι προπάτορές σου, γράφει ο σοφότατος, αντί για την αλήθεια
τών πραγμάτων θεωρούσαν τις σκιές, τις προβολές τους ,
όμοιες με τις προβολές στις λαμπερές οθόνες γύρω σου ,
φως είναι ο αγώνας τών αθλητών τής αλήθειας ,
σκοτάδι στις πολυεθνικές και τους τρίδυμους πύργους ,
λυκόφως στα μπαράκια για να μπορείς να διακρίνεις τη μοναξιά
στο χαμηλό ποτήρι και τις τυποποιημένες συνομιλίες μεταξύ
θαμώνων που βρίσκονται και δεν βρίσκονται δίπλα σου ,
η απουσία τών παρόντων ως διαρκής διακόσμηση ,
φως ιλαρόν μέσ’ από τις χαραμάδες παλιάς εκκλησιάς ,
σκοτάδι εντός της, ένα καντήλι μόνο σιγοκαίει στην κόγχη ,
λυκόφως, χαρά και λύπη σμίγουν, νάρθηκας με θυσιαστήριο,
και γίνονται χαρμολύπη αδιανόητη για τους Βησιγότθους
τούς εθισμένους στις απλοϊκές αντιθέσεις τού δάσους ,
στα ένστικτα τού λύκου, στις απλές υποταγές τής επιβίωσης,
φως, σκοτάδι, λυκόφως, πινελιές στον απέραντο πίνακα
που ανεπαίσθητα ζωγραφίζεις με τα νωχελικά βήματά σου,
Δ χαρά, λύπη, χαρμολύπη ,
λύπη για όσα δεν πρόλαβες να γράψεις και ν’αγαπήσεις αρκετά,
χαρμολύπη , μη την αφήσουμε απλώς αδιανόητη για τους
Βησιγότθους, το «χαροποιόν πένθος» τού Κόντογλου, η λάβρα
τής άσκησης , το κυνήγι τής πίκρας που σαν την καλοδεχτείς
σε σώνει, σε υψώνει απ’τη φθορά προς στην αιώνιαν αλήθεια,
χαρά τα τζιτζίκια που αποστομώνουν τις φλυαρίες τών ξένων,
λύπη όταν σφαδάζει το άτι από την υπερβολική δόση ,
χαρμολύπη να γίνεται περίσταση ο θάνατος, θρίαμβος η ζωή
και λύτρωση που περπατά πάνω στα ράκη τής φθοράς ,
με το θάνατο να γίνεται πηγή ο θάνατος και ν’ αναβλύζει ζωή ,
εργαζόμενα βρέφη στα κάτεργα να σχεδιάζουν ανατροπές ,
χαρά το τραγούδι όταν σμίγουν τα κελιά και τα ξερονήσια ,
λύπη οι αθερίνες να υπερίπτανται πλαστικών κυμάτων ,
χαρμολύπη τα προσκλητήρια απόντων και οι νέοι αγώνες ,
όταν οι ασφόδελοι ανασταίνονται σε οάσεις απορριμμάτων ,
οι ερωδιοί με χορευτικό βηματισμό στις κίτρινες εκβολές ,
το ελάφι ματαίως ν’ ακονίζει τα κέρατα σε καμένους κορμούς ,
χαρά οι τροχοσανίδες στις οδεύσεις τής ελεύθερης αλάνας ,
λύπη που οι αντιπάροχοι κατεδαφίσαν παιδικές χαρές ,
χαρμολύπη στην έρημη γειτονιά να ξεπηδά το αγιόκλημα ,
απ’ τα κελιά των μεγαλουπόλεων να δραπετεύουν σπουργίτες,
τα όνειρα τών δημιουργών, τών ιερόδουλων, τών Ποιητών
να σμίγουν με τους καπνούς τών εκρήξεων, και νά το θυμίαμα,
χαρά που ο καρκίνος σου δεν ήταν επιθετικός, ο δύσμοιρος,
λύπη το απεμπλουτισμένο ουράνιο στα νερά τού Κοσόβου ,
χαρμολύπη δεν αντέχει εδώ σιμά στη γειτονιά τού θανάτου
που κυλά με τα ποτάμια στις φλέβες τών παιδιών, αργά,
αργή νεκρώσιμη ακολουθία τής κτηνωδίας, ωδή στην οδύνη
για τις φωλιές τών χελιδονιών στις βομβαρδισμένες γέφυρες,
Ε ζεστή, κρύα, χλιαρή,
κρύα φύκια τα πρώτα σου στεφάνια με κοράλλια κορώνες,
χλιαρή ανάσα τού Ζέφυρου σ’ έσπρωξε ανατολικά για πάντα ,
εκεί, πολύχρονοι πόλεμοι, εκστρατείες στα λημέρια τού Απηλιώτη,
εκεί, στων αρχαίων ναών τις αυλές αντιπυραυλικές συστοιχίες ,
Ζάαταρ - θυμάρι, σουσάμι, σουμάκ, μαντζουράνα, ρίγανη, κύμινο,
ζεστή η καρότσα τού φορτηγού που σε ταξιδεύει πρώτη θέση ,
κρύα τα πεπαλαιωμένα ρητά που βασιλεύουν στις σπηλιές ,
χλιαρή η αντίδραση μιας αχνής μνήμης που σε ήθελε γενναίο ,
στις μέρες μας η στιγμή δεν συγχωρεί το χρόνο, είναι άτεγκτη ,
όλα πρέπει να τελειώνουν στην ώρα τους και κανείς δεν
αναρωτήθηκε ποτέ, επιτέλους, ποιος καθορίζει την ώρα τους,
ζεστή αγκαλιά η ζωή στις οργανωμένες αυτόνομες κοινότητες ,
κρύα τα μετεωρολογικά δελτία με δυτικές χαμηλές προσδοκίες,
χλιαρή έως αμήχανη η αποδοχή τών χθεσινών βραβείων ,
μεσουρανούν οι παρέες, οι παρέες , οι μεγαλόσχημες οικτρές
ανασφάλειες ,φυλαχτείτε από τους ανασφαλείς επιβιώνουν με
ανθρωποθυσίες, διαγκωνισμούς και ολοήμερες δοξολογίες ,
ζεστή εποχή διαλέξανε για τα θεάματα οι αιμοβόρες αρένες ,
κρύα βράδια μετριάζουν τις απολαύσεις και δεν εμπνέουν έστω
χλιαρή αναδοχή τού καθεστώτος οργανωμένης ευτυχίας ,
είστε ελεύθεροι να απογειώνεστε κι αμέσως αναγκαστικά να
προσγειώνεστε, εννοώ αναγκαστική προσγείωση ή προσνήωση
ή προσθαλάσσωση, με τα χέρια αγκαλιάζοντας τον εγκέφαλο σας,
ζεστή αμμουδιά φιλοξένησε προσωρινά το τραγικό ναυάγιο ,
κρύα τα χέρια σου σαν πήγες να χαϊδέψεις ναυαγούς,
χλιαρή υποδοχή που τόλμησαν να ρίξουν το καθεστώς
ενδελεχούς οργάνωσης τών δόσεων χαράς και επιβίωσης,
σαν ν’αποφάσισαν τα όνειρα να εκδικηθούν τους ονειροκρίτες ,
πόσο μικροί φαντάζουν τώρα μπροστά στην υποταγή τους ,
ζεστή, κρύα ,χλιαρή μοίρα που την πλάθεις με τα ίδια σου τα
χέρια, είσαι η μοίρα της δικής σου θέλησης, της δικής σου ορμής,
ΣΤ μορφωμένες, αμόρφωτες, ημιμαθείς,
αμόρφωτες δασκάλες κατέλαβαν έδρανα τής γερουσίας ,
ημιμαθείς ακαδημαϊκοί αναλύουν το χαμένο χρόνο , με την
ακύρωση όλων τών πτήσεων, στον πύργο ελέγχου οι παρέες ,
πάντα οι παρέες, εφήμερες γνωριμίες, κουρασμένες μέγαιρες
που διασχίζουν το στερέωμα με την ασήμαντη ουσία τους ,
μορφωμένες νοσηλεύτριες επιμένουν στη γενετική εξέταση ,
αμόρφωτες προκαταλήψεις δυναστεύουν τη ζωή μας ,
ημιμαθείς λογογράφοι στα ήσυχα στέκια τους βραβευμένοι
από περιφερόμενες μάγισσες - σου είπα να αποφεύγεις τα
αεροπλάνα , είν’ ασφαλέστερα τα οχήματα διολίσθησης που
έρπουν σταθερά και γλύφουν με ζήλο τα κράσπεδα -
μορφωμένες οι παλιές σου αγάπες αποφεύγουν τις αδέσποτες
αμόρφωτες γνωριμίες τής νύχτας, την έλλειψη ευκρίνειας, τούς
ημιμαθείς οπαδούς, υποθέτω πως οι φανοστάτες τής αλέας
δεν άντεξαν τις ριπές τού Μαΐστρου και σκοτείνιασαν το τοπίο ,
κάστανα καλά καρύδια και καλό κρασί είναι μια δοκιμασμένη
συνταγή για τέτοια ανάποδα βράδια παρέα με τη λήθη σου ,
μορφωμένες σού τύχανε αμαζόνες, με πείραν ανοιχτού πεδίου,
αμόρφωτες δυο τρεις αγλάιζαν το σκηνικό, τον κάμπο ,
ημιμαθείς συγκροτούν το πλειονοτικό ρεύμα των καιρών,
θυμάσαι πόσα στερήθηκες για να μάθεις , να καλομάθεις ,
να πετύχεις , ν’ανέβεις ψηλά , αλήθεια τι μοναδικό προνόμιο
να απολαμβάνεις από ψηλά το βασίλειο τής ημιμάθειας ,
μορφωμένες παραμάνες ανέλαβαν την ανατροφή σου,
αμόρφωτες δεν έβρισκαν, είχαν αναλάβει κομματικές ευθύνες,
ημιμαθείς αστροναύτες σε ξεφόρτωσαν σε λάθος πλανήτη ,
χωρίς αποσκευές, χωρίς τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης, μόνος
κι απελπισμένος, πλάνητας , αναζητούσες μια ζεστή γωνιά
θανάτου ώσπου κατάλαβες ότι βρισκόσουνα εδώ, στη γη σου,
μορφωμένες, αμόρφωτες, ημιμαθείς γοργόνες ρωτάνε
τους ποντοπόρους, εάν ζεις, λες κι είσαι αθάνατος ,
Ζ μεγάλος, μικρός, μέτριος,
μικρός ο κόσμος σου σαν τα απέραντα πεδία τών μαχών ,
μέτριος είναι ο καφές σου , στο ίδιο τραπέζι, την ίδια ώρα ,
χρόνια τώρα, αιώνες, προσπαθώντας να συμμετέχεις σε επτά
διαφορετικές συζητήσεις συγχρόνως , δεν είναι σίγουρα ο
καλύτερος τρόπος αργά να πεθαίνεις , κάτι πρέπει να κάνεις ,
μεγάλος αγώνας να δαμάσεις τη βουλιμία τού θανάτου , όσο
μικρός κι αν είναι ο χρόνος τής προσωρινής αποφυλάκισης ,
μέτριος καφές το καταλαβαίνω , μέτριος θάνατος αδιανόητος ,
αυτός ή σε συντρίβει ή σε ξεχνά , σε παρακάμπτει και σημειώνει
για μελλοντική επανεξέταση , ακόμη ανώριμος γι’ αποδημία εις
τόπον χλοερόν, χωρίς επτά διαφορετικές συζητήσεις συγχρόνως,
μεγάλος δείχνει απόψε ο αστερισμός τής Κασσιόπης,όταν ήσουν
μικρός, μού έλεγες, πως ο πατέρας σου, ένας ερασιτέχνης
αστρονόμος , σού μάθαινε τους σχηματισμούς τών αστερισμών ,
τη μυθολογία τους, μα εσύ δεν έπαιρνες το βλέμμα σου από την
σού θύμιζε ωμέγα ή μετανάστη γερανό με τ’ ανοιχτά φτερά του ,
μεγάλος αναπολείς εκείνα τα ώριμα χρόνια τής παιδικής χαράς ,
μικρός έψαχνες με μεγεθυντικό φακό ίχνη τρίχας στους μηρούς,
μέτριος δεν είναι ο μέσος όρος μα ένας υπανάπτυκτος μικρόνους,
το κατάλαβες στις αλάνες, στις τάξεις, στα πολλά αμφιθέατρα,
το ένοιωσες σαν μαχαιριά όταν τους έβλεπες στεφανωμένους ,
το χώνεψες διαβάζοντας Λεμπέση για την τεράστια σημασία τους,
μεγάλος ο κόσμος σου , αδρός σαν την ευψυχία μιας συγνώμης,
μικρός ο κόσμος σαν τις αυτοκρατορίες τής ευκολίας όπου
μέτριος αναγορεύεται συνήθως κορυφαίος τών υπηκόων και ως
έπαθλα δωροκάρτες, τρεις επισκέψεις στα θεωρεία τής Βουλής,
όπου συναγελάζεται με τα ινδάλματά του, τρία έξυπνα κινητά
για τα κυοφορούμενα παιδιά του and a partridge in a pear tree
μεγάλος, μικρός, μέτριος ο κόσμος σου ,παρά τα πικρόχολα,
μικρός πολυέλαιος που σείεται με το σεισμό τού σύμπαντος,
Η γεμάτο, άδειο, μισογεμάτο,
άδειο το κτήμα, τα δέντρα κουβάλησαν για μήνες την επιθυμία ,
μισογεμάτο το σπίτι καλούδια (πάντα μισοάδειο το έβλεπες)
η αισιοδοξία σύμπλεγμα με την απαισιοδοξία , σ’ένα παιχνίδι
ισορροπίας που κυβερνούσε το καράβι σαν ρωμαλέο ρυμουλκό
που το ξάνοιγε σ’ ανοιχτές θάλασσες και το έδενε σε λιμάνια ,
γεμάτο κόσμο απόψε το αμφιθέατρο, σταρ τηλεπαρουσιάστρια ,
άδειο το κεφάλι της αιώνες τώρα , ήρθαν να την απολαύσουν ,
μισογεμάτο ποτηράκι ούζο κεραστήκαν οι οπαδοί στο διάλειμμα,
εν ευθυμία τελούντες πλέον χορεύοντας πυρρίχιους και σούστες
κατέστρεψαν φωτιστικά γκρεμίσανε τα σκηνικά κι ανάψανε
φωτιές , σειρήνα δεν ακούστηκε οι πυροσβέστες απεργούσαν,
γεμάτο ειδήσεις το κεφάλι σου, αναζητάς έν’ αερόστατο γραμμής
άδειο να πας ψηλά μονάχος να δεις αν είν’ αυτός ο κόσμος σου,
μισογεμάτο σύννεφο στο πλάι , ή μήπως κάποιος άλλος ,
θέλεις να ξεδιαλύνεις επιτέλους εάν «τ’ αμπέλι , το καράβι ,
η ελιά», η βιβλιοθήκη σου δεν είναι αυτά που σκάρωσες με τα
δικά σου χέρια αλλ’ ένας κόσμος που σού στήσανε παράλληλος,
γεμάτο γαρδένιες το στεφάνι κρέμεται στο μικρό μπαλκονάκι ,
άδειο σπίτι, φώτα σβηστά ,ποιος άραγε το κρέμασε κάτω απ’ το
μισογεμάτο το φεγγάρι να φεγγίζει σαν φωτοστέφανο Αγίου
ξεχασμένο μετά ‘πο κάποια λιτανεία , ίσως κι ανάθημα στη μνήμη
στα τρεχαντήρια και στα εργοστάσια με το θειάφι τών ηφαιστείων,
γεμάτο πολύχρωμους χαρταετούς το λιβάδι, γελάσαμε με το
άδειο χαρτοσακούλι που χόρευε στις ανεμορριπές ανάμεσά τους,
μισογεμάτο αγέρα, μισοτσαλακωμένο, ταλαίπωρος , ρακένδυτος,
απροσκάλεστος συνοδός τών περήφανων χαρταετών , και νά
εκεί απ’ το πουθενά , μ’ ανεμοσούρι ξαφνικό , άρχισε τον τρελό
χορό, να διαγράφει επικίνδυνα οχτάρια με χάρη πρώτου χορευτή,
γεμάτο, άδειο, μισογεμάτο (ή μισοάδειο, όπως εσύ το βλέπεις)
το ταπεινό χάρτινο σακούλι έχει πάντα κάτι να σου δώσει ,
Θ γλυκά, πικρά, γλυκόπικρα,
πικρά είναι μοναχά τα λόγια κακορίζικων ανθρώπων ,
γλυκόπικρα πολλά (πικρόγλυκα τα λέν ακόμα στα κουδαρέϊκα πετροχώρια) ,
θα πεις, πώς γίνεται με τόσα θεία αρχέγονα υλικά τόσες κακίες
πιο σκληρές κι απ’ τα θεμέλια τής γης , αυτή μπορεί να φταίει ,
γλυκά χαράματα χαρίζει η πατρίδα σου όσο κανένας τόπος ,
πικρά τής νύχτας τα γλυκαίνει η ροδοδάκτυλος αυγή τού Ομήρου,
γλυκόπικρα τα χείλη σου κρατήσαν κάτι από το τελευταίο πιοτό ,
το εικοστό τσιγάρο, αξίζει το ξενύχτι τούτ’ η πανδαισία, η στιγμή,
«ἦμος δ’ ἠριγένεια φάνη ροδοδάκτυλοςἨώς», λίγο πριν
γλυκά περσότερο τα κεράσια που έκλεψες από τα ξένα δέντρα ,
πικρά τα σχόλια τού αγροφύλακα στο δάσκαλο,μα η γλύκα γλύκα,
γλυκόπικρα στον κάμπο, πικρόγλυκα τα χρόνια στα βουνά, ίσως
ισοφαρίζουν με την έκπαγλη ορεινή ωραιότητα που καθηλώνει
τους πικρόχολους , σκάβει και βγάζει από μέσα τους βαθειά
ένα ξεχασμένο μικρούτσικο σπυρί μαργαριτάρι , έστω για λίγο ,
γλυκά τα όνειρα σε συνεπαίρνουν στα φτερά τού Πήγασου ,
πικρά σαν τα κουκούτσια τής ελιάς φυτρώνουν μέσα σου
γλυκόπικρα νεράντζια τής Σεβίλλης, όταν δεν έχεις πλέον άλλη
επιλογή μα να τα μοιράσεις όλα στα γιορτινά τα πεζοδρόμια ,
εκεί που μετράει μια ζεστή αγκαλιά κι ούτε σε νοιάζει αν κάποιος
την προσέξει , πριν βιαστεί να προλάβει τις υπόγειες διαδρομές,
γλυκά τής φύσης όλα ακόμη και τα ολόχρυσα νεράντζια σου ,
πικρά μονάχα τα αίματα στα πληγιασμένα στήθια, δεν τα ξέχασες,
γλυκόπικρα ίσως γιάνουν κάποτε με νανουρίσματα σοφίας,
αν καταφέρεις να σταθείς ορθός στις τόσες άγριες μάχες
που στήνουν οι ανάγκες που σου μάθανε, θα μου πεις, πώς να
γιάνουν αν οι κακίες είναι πιο σκληρές κι απ’τα θεμέλια τής γης ,
γλυκά, πικρά, γλυκόπικρα (ή πικρόγλυκα αν κρατάς από γένος κουδαρέϊκο)
Ι αγάπη, μίσος, αδιαφορία,
μίσος στη γέννα ένιωσες για κείνους που ταράξαν τη γαλήνη σου,
αδιαφορία, κάτι μεταξύ απάθειας και εμπαιγμού, πως είναι δυνατό
ν΄ αδιαφορείς για ο,τιδήποτε σε περιβάλει , για κάθε τι που ορίζει
την παρουσία σου, τον αμόρφωτο καθηγητή, τον ανόητο πολιτικό,
την φλύαρη , μα όλοι τούτοι είναι το φόντο τής παράστασής σου,
αγάπη κάπου την πήρε το μάτι σου μεταξύ θρανίου και ονείρου,
μίσος δεν ένιωσες ποτέ , καλά το ξέρω , δεν είχες τα προσόντα,
αδιαφορία σού προκαλούν οι πασαρέλες λογοτεχνίας ή μόδας,
εκεί παρανομείς ως προς την αρχή του φόντου, α να μη ξεχάσω,
και τα προεκλογικά λογύδρια και ο οίκος που έραψε το φόρεμα
τής σοβατισμένης κυρίας, εδώ ,αλλοίμονο ,αρνείσαι το φόντο,
αγάπη κι η νύχτα πήδηξε από τ’ άρμα τού χρόνου στ’ ακρογιάλι,
μίσος που κρύφτηκε τρομαγμένο όταν το φως πλημμύρισε την
αδιαφορία, κι η νύχτα αλυσοδένονταν στ’ αστέρι να μείνει εδώ
αξημέρωτη, για πάντα, γιατί να μη μπορούν αλήθεια οι καρδιές να
προστάζουν το χρόνο, να κυβερνούν τα διαστήματα τής βιόλας,
με τις αιώνιες μελωδίες που γεμίζουν τον ασκό τού σύμπαντος,
τ’ ατίθασα παιδιά της, εκεί κυριαρχούν τ’ αρχέγονα ένστικτα τών ηφαιστείων,
περιπατητικής σχολής και τής αγνότητάς σου που τα αισθάνεται
και τα βλέπει όλα λευκά κι αριστερά ,φωτεινά και χαρούμενα ,
ζεστά, μορφωμένα ,μεγάλα , γεμάτα, γλυκά κι αγαπημένα ,
μη νοιάζεσαι δεν το εννοώ, δεν το εννοώ ,
Κ
να που φτάσαμε και στη χωροταξία , πώς να το κάνουμε,
το τρισυπόστατο φιλοξενεί το σύμπαν, τα πέρατα κι ένα κέντρο,
δύο άκρα κι ένα μέσον, μια ζωή ένας θάνατος κι η ανάσταση
(τώρα που το θυμήθηκα δεν είναι και τόσο απαραίτητη η
ασφάλεια ζωής σου , μη σε σκοτώσουν οι ασφαλιστές για να
εισπράξουν την ανάστασή σου) ζωή και θάνατος κι ανάσταση ,
μα η ανάσταση δεν είναι ούτε μέσον ούτε δα κάποιο κέντρο ,
ανάσταση είναι η χλεύη τού θανάτου , και πάλι τρισδιάστατα ,
ό,τι αγάπησες, ό,τι μίσησες, για ό,τι αδιαφόρησες , ό,τι κρατάει
τον κόσμο κρεμασμένο στο κενό ,ένα καράβι, ένα ναυάγιο και
το αειφόρο κύμα τού πελάγους , ένα λουλούδι , ένα ξεραμένο
πέταλο κι η ζωηφόρος γύρη, μια χρυσαφένια θάλασσα , ένα
φεγγάρι ολόγιομο στην αμμουδιά κι ένας έρωτας αγιάτρευτος ,
ξέρω τι θα ρωτήσεις, ποιος έρωτας, τι σόι έρωτας, με τι, με ποιαν,
νόμιζα πως τουλάχιστον εσύ θα καταλάβαινες , θα τό’ ξερες ,
μα ο έρωτας που σε κάνει καλύτερο , που κάνει τον κόσμο
καλύτερο , τώρα που ο δεσμοφύλακας , χωρίς ίχνος ευγένειας ,
βροντοφωνάζει «τέλος επισκεπτηρίου»,πριν επιστρέψω στο κελί,
μια χάρη, σαν έρθει ώρα ν’ ασπαστείς το παγωμένο μέτωπό μου,
μην κλάψεις, άσε μονάχα ένα κόκκινο γαρίφαλο ή τριαντάφυλλο,
δεν έχει τόση σημασία το λουλούδι όση το χρώμα, και μια
μικρούλα παπαρούνα αρκεί απάνω στο μαρμάρινό μου στήθος
και σκάλισε στην επιτύμβια στήλη :-
εδώ αναπαύεται ένας κοινωνικός αγωνιστής
μαΐστωρ Μακεδών και τάχα ποιητής