Αλατόμητον Όρος

Χθες βράδυ σ’είδα στ’όνειρό μου
Καθόσουνα σε θρόνο αχειροποίητο
Κάτω από τέσσερα μαλαματένια χαϊμαλιά
Με σκαλιστούς ασφόδελους και κρίνα
Και κάθε τόσο χρυσαετός κατέβαινε
Και στέκονταν στον ώμο σου για λίγο
Μια ηλιαχτίδα τρύπωνε από
Μικρό τρουλαίο παραθυράκι
Και χρύσιζε το μέτωπό σου
Κι έπειτ’ αργά αργά
Χαμήλωνε στο πρόσωπό σου
Εφτά αγγέλοι τών τιμών αράδιζαν τριγύρω
Σαν δορυφόροι τού ήλιου στολισμένοι
Και σαν να σε ραντίζανε με κάτι μυστικό
Κι εσύ χαμογελούσες και φωτίζονταν οι θόλοι
Μ’ ένα γαλάζιο φως γλυκό σαν σέλας
Που εκυμάτιζε στις κόγχες στις καμάρες
Και χάνονταν στον εξωνάρθηκα όπου λέει
Περίμεναν ακρόαση όλοι οι πιστοί εραστές σου
- ώς άλαλα τών ασεβών
λαλίστατα των εραστών τα χείλη -
Κι εγώ παρότι ζήλευα τόσο πολύ εν τούτοις
Ένοιωθα παράξενη αγαλλίαση που έστω
Μπορούσα να χαρώ λίγο λιγάκι λίγο σου
Και δεν νοιαζόμουν πια να σε μοιράζομαι
Με μύριους εραστές σαν Άγιο Δισκοπότηρο