μια
ποίηση ξεκομμένη από την Πόλη
είναι έν’ αδύνατο κρασάκι που ξεθύμανε
με το που τράβηξες το πώμα
σαν ψιλοβρόχι που εξατμίστηκε με μιας
μόλις ξεπρόβαλε καυτός ο Ήλιος
είναι έν’ αδύνατο κρασάκι που ξεθύμανε
με το που τράβηξες το πώμα
σαν ψιλοβρόχι που εξατμίστηκε με μιας
μόλις ξεπρόβαλε καυτός ο Ήλιος
ο Ποιητής στέκει γυμνός
στο θέατρο τής Πόλης
δεν υπαινίσσεται κραυγάζει
εκτίθεται στο φώς τραχύς
ως τσακισμένο ακρόπρωρο
πού άραξε βραδιά στο περιγιάλι
μετά ΄π΄αξέχαστα ταξίδια μακρυνά
μες στις φουρτούνες κόσμων μυστικών
και με τα χρώματα τριμμέν΄απ΄την αρμύρα εδώ
από ρόχθο ορμητικό μυώδες στήθος καστανιάς
που απ΄το πριόνι ρίχτηκεν αδείλιαστο με μιας
στην πάλη με τον θάνατο και νίκησε και νά
πουρνό στα βοτσαλάκια ‘νάμεσα να λάμπει
Εταιρισμός
Παρακοιμώμενος
Το δώρο
Εις μνήμην απόντων ποιητών
Ονειροκάθαρση
Βίτσι Ι
Συμβασιλεύουσα Πόλις
Ποίηση ΙΙΙ
Των «πρωτοπόρων»
Θεά του Γράμμου
Κατανοήστε πρώτα 5
Ελεύθερη Πτώση
Αλατόμητον Όρος
Η μαγεία τού 9
Κατανοήστε πρώτα 6
Έλα στ’όνειρό μου
Κατανοήστε πρώτα 7
Για ένα «πρέπει»
Τρισδιάστατη διήγηση (χωρίς τελεία)
Αφι-ερωμένη ερωμένη
Έγινα
Χωρίς προοπτική
Αιτιοκρατία
Όνειρο ΙΙΙ
Χρόνος σφετεριστής
Ελευθερία – το τίμημα
Βιτσι ΙΙ
Άσκηση 9η- η νέα αποδημία
Tα παιδιά τού Ρήγα
Χαϊκού 17Β
Οι δρόμοι
Άρχοντας τών ρολογιών
Η μαύρη τρύπα
Στον λεμονόκηπο τών αστεριών