έσβησ’
η φλόγα σαν λάθος
αστραπή χωρίς δεύτερη σκέψη
το λούκι με τα θλιμμένα μάτια
επιμένει ν αρπάξω μιαν ευχή
απ’ την κορφή τής φλαμουριάς
τέτοιο κακό μη ξαναβρεί την Πόλη
χαράματα βλέπω καράβια ν αρμενίζουν
καταμεσίς νεόπλουτες λεωφόρους
πειρατικές σημαίες κυματίζουν
ψηλά σε πύργους πορθημένους
κανείς δεν αναζήτησε τού Ρήγα τα παιδιά
λένε πως τα περσότερα γυρίσαν στη σπηλιά
κάποια περπάτησαν δρόμους τρελούς
ανάμεσα σε ναρκοπέδια δελφίνων
τα λίγα τα λιγότερα σπυριά μαργαριτάρια
σκαρφάλωσαν στα ορεινά τής ενδοχώρας
ποιμένες τής κατάντη ορμής τών ποταμών
από ψηλά να κρυφακούν
τών ζουμπουλιών τις μαβιές πινελιές
τάχα προάγγελους ανάστασης
αστραπή χωρίς δεύτερη σκέψη
το λούκι με τα θλιμμένα μάτια
επιμένει ν αρπάξω μιαν ευχή
απ’ την κορφή τής φλαμουριάς
τέτοιο κακό μη ξαναβρεί την Πόλη
χαράματα βλέπω καράβια ν αρμενίζουν
καταμεσίς νεόπλουτες λεωφόρους
πειρατικές σημαίες κυματίζουν
ψηλά σε πύργους πορθημένους
κανείς δεν αναζήτησε τού Ρήγα τα παιδιά
λένε πως τα περσότερα γυρίσαν στη σπηλιά
κάποια περπάτησαν δρόμους τρελούς
ανάμεσα σε ναρκοπέδια δελφίνων
τα λίγα τα λιγότερα σπυριά μαργαριτάρια
σκαρφάλωσαν στα ορεινά τής ενδοχώρας
ποιμένες τής κατάντη ορμής τών ποταμών
από ψηλά να κρυφακούν
τών ζουμπουλιών τις μαβιές πινελιές
τάχα προάγγελους ανάστασης
έσβησ’ η φλόγα μα η πληγή μυροβλύζει