ένας
τυφλός φιλόσοφος μ’ έδειξε πώς να γράφω
να χρωματίζω οιμωγές πληγές να ζωγραφίζω
να ιστορώ τοίχους γυμνούς καλλιγραφώντας πόθους
την ευταξία διδάχτηκα στις πολιτείες τού χάους
μετρώντας την εγγύτητα τών μεθυσμένων δρόμων
την έξαψη μιας αγριελιάς που φύτρωσε στο θόλο
τού κυβερνείου τών κελιών και τών δρομολογίων
τη μουσική δασκάλεψε κωφάλαλος συνθέτης
τις μελωδίες διαβάζοντας στο θρόισμα τών φύλλων
στου ρόχθου το ξεχείλισμα γραμμένες μονωδίες
την Ποίηση μού φανέρωσε γοργόνα ξεχασμένη
σε μιαν αμμούδα μυστική τής κάτω Σιθωνίας
με το μικρό της δάχτυλο παν στη χρυσή την άμμο
γράφοντας χρόνους τ΄ουρανού τού μηδενός τις πτώσεις
χρώματα Θεοτοκόπουλου και πινελιές Παρθένη
μια μαύρη τρύπα ‘χόρταγη που με καταβροχθίζει
να χρωματίζω οιμωγές πληγές να ζωγραφίζω
να ιστορώ τοίχους γυμνούς καλλιγραφώντας πόθους
την ευταξία διδάχτηκα στις πολιτείες τού χάους
μετρώντας την εγγύτητα τών μεθυσμένων δρόμων
την έξαψη μιας αγριελιάς που φύτρωσε στο θόλο
τού κυβερνείου τών κελιών και τών δρομολογίων
τη μουσική δασκάλεψε κωφάλαλος συνθέτης
τις μελωδίες διαβάζοντας στο θρόισμα τών φύλλων
στου ρόχθου το ξεχείλισμα γραμμένες μονωδίες
την Ποίηση μού φανέρωσε γοργόνα ξεχασμένη
σε μιαν αμμούδα μυστική τής κάτω Σιθωνίας
με το μικρό της δάχτυλο παν στη χρυσή την άμμο
γράφοντας χρόνους τ΄ουρανού τού μηδενός τις πτώσεις
χρώματα Θεοτοκόπουλου και πινελιές Παρθένη
μια μαύρη τρύπα ‘χόρταγη που με καταβροχθίζει
μαζί με μια παραίσθηση πως τάχα εκεί στο βάθος
έν’ απαλό γαλάζιο φως καντήλας τρεμοφέγγει